βεβήλωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βεβήλωση | οι | βεβηλώσεις |
γενική | της | βεβήλωσης* | των | βεβηλώσεων |
αιτιατική | τη | βεβήλωση | τις | βεβηλώσεις |
κλητική | βεβήλωση | βεβηλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, βεβηλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βεβήλωση < (ελληνιστική κοινή) βεβήλωσις < βεβηλόω / βεβηλῶ < αρχαία ελληνική βέβηλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βεβήλωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του βεβηλώνω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βέβηλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
βεβήλωση