βαφτιστούν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβαφτιστούν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαφτίζομαι
- θα βαφτιστούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαφτίζομαι
βαφτιστούν