βαφτιστήρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαφτιστήρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαφτιστήρα θηλυκό
- η βαφτισιμιά (ή αναδεξιμιά ή αναδεκτή)
Συγγενικά επεξεργασία
- βαπτιστήρα (η κολυμπήθρα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαφτιστήρα
→ δείτε τη λέξη βαφτισιμιά |