Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βατσίνα οι βατσίνες
      γενική της βατσίνας των βατσινών
    αιτιατική τη βατσίνα τις βατσίνες
     κλητική βατσίνα βατσίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βατσίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vaccina

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βατσίνα θηλυκό

  • το κυκλικό σημάδι που αφήνει στο χέρι (ή στο πόδι) το εμβόλιο της ευλογιάς
    δεν της αρέσει να φοράει μίνι, γιατί φαίνεται η βατσίνα της

  Μεταφράσεις επεξεργασία