βασιλίδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασιλίδα < βασιλίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασιλίδα θηλυκό
- η βασίλισσα, συνήθως σε μεταφορική χρήση
- η βασιλίδα των πόλεων: η Κωνσταντινούπολη
Μεταφράσεις επεξεργασία
βασιλίδα
|
βασιλίδα θηλυκό
|