Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασιλίδα οι βασιλίδες
      γενική της βασιλίδας των βασιλίδων
    αιτιατική τη βασιλίδα τις βασιλίδες
     κλητική βασιλίδα βασιλίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βασιλίδα < βασιλίς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βασιλίδα θηλυκό

  1. η βασίλισσα, συνήθως σε μεταφορική χρήση
    • η βασιλίδα των πόλεων: η Κωνσταντινούπολη

  Μεταφράσεις επεξεργασία