βαρύαυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βαρύαυλος | οι | βαρύαυλοι |
γενική | του | βαρύαυλου & βαρυαύλου |
των | βαρύαυλων & βαρυαύλων |
αιτιατική | τον | βαρύαυλο | τους | βαρύαυλους & βαρυαύλους |
κλητική | βαρύαυλε | βαρύαυλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαρύαυλος < (καθαρεύουσα) βαρύ- + αὐλός (αυλός)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈɾi.a.vlos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ρύ‐αυ‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαρύαυλος αρσενικό
- (μουσικό όργανο, λόγιο ή επίσημο) το φαγκότο
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαρύαυλος
|