Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρύαυλος οι βαρύαυλοι
      γενική του βαρύαυλου
βαρυαύλου
των βαρύαυλων
βαρυαύλων
    αιτιατική τον βαρύαυλο τους βαρύαυλους
βαρυαύλους
     κλητική βαρύαυλε βαρύαυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βαρύαυλος στη θήκη του από την εποχή μεταξύ 1790 και 1800 (Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης)

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρύαυλος < (καθαρεύουσα) βαρύ- + αὐλός (αυλός)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaˈɾi.a.vlos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ρύ‐αυ‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρύαυλος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία