Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαριέμαι < μεσαιωνική ελληνική βαριοῦμαι, μεταπλασμένος τύπος του βαροῦμαι (<-έομαι)[1], παθητικός τύπος του βαρώ[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vaɾˈʝe.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐ριέ‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

βαριέμαι (αποθετικό ρήμα), , π.αόρ.: βαρέθηκα → δείτε τις λέξεις και και βαρεμένος (αποθετικό ρήμα)

  1. (αμετάβατο) νιώθω βαρεμάρα, ανία, πλήξη
    Δεν ξέρω τι να κάνω για να περάσει η ώρα. Βαριέμαι!
  2. (μεταβατικό) δυσανασχετώ για κάτι ή κάποιον που δε μου προκαλεί το ενδιαφέρον, μου προξενεί ανία
    Βαρέθηκα πια την πολυλογία σου!

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

Σημείωση: Η παθητική μετοχή βαρεμένος έχει άλλη σημασία.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. βαριέμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας