Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρελοστεφάνη οι βαρελοστεφάνες
      γενική της βαρελοστεφάνης των βαρελοστεφανών
    αιτιατική τη βαρελοστεφάνη τις βαρελοστεφάνες
     κλητική βαρελοστεφάνη βαρελοστεφάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαρελοστεφάνη < βαρέλι + στεφάνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαρελοστεφάνη θηλυκό

  1. εξωτερική μεταλλική στεφάνη που συγκρατεί σε σύμπτυξη τις βαρελοσανίδες
    "συνήθως κάθε ξύλινο βαρέλι φέρει δύο ή τρεις βαρελοστεφάνες"

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία