βαρέσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βαρέσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαράω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαράω
- θα βαρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαράω