Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βαρέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαράω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαράω
  3. θα βαρέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαράω