βαμβούσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαμβούσα | οι | βαμβούσες |
γενική | της | βαμβούσας | — | |
αιτιατική | τη | βαμβούσα | τις | βαμβούσες |
κλητική | βαμβούσα | βαμβούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμβούσα θηλυκό
- (φυτό) άλλη μορφή του μπαμπού
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμβούσα
|