βαμβακού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαμβακού < βαμβακ(άς) + -ού
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈku/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐βα‐κού
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμβακού θηλυκό (αρσενικό βαμβακάς)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βαμβακέμπορος
βαμβακού
|
Πηγές επεξεργασία
- Λήμμα «βαμβακάς», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. ? Αθήνα: Πυρσός, 1926, σ. 604· πρόσβαση: 2023-07-27.