βαμβακοκαλλιέργεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαμβακοκαλλιέργεια < βαμβακο- + καλλιέργεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαμβακοκαλλιέργεια θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μπαμπακοκαλλιέργεια (σπάνιο)
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βαμβακοφυτεία
- βαμβακοχώραφο
- → δείτε τις λέξεις βαμβάκι και καλλιέργεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαμβακοκαλλιέργεια
|