βαλιντέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /va.liˈde/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐λι‐ντέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλιντέ θηλυκό άκλιτο (& βαλιδέ)
Εκφράσεις επεξεργασία
- βαλιντέ σουλτάνα → δείτε τη λέξη βαλιδέ