βαλανίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλανίτιδα < βάλαν(ος) + -ίτιδα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλανίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλανίτιδα
|