Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βακτηριοχλωροφύλλη οι βακτηριοχλωροφύλλες
      γενική της βακτηριοχλωροφύλλης των (βακτηριοχλωροφυλλών)
    αιτιατική τη βακτηριοχλωροφύλλη τις βακτηριοχλωροφύλλες
     κλητική βακτηριοχλωροφύλλη βακτηριοχλωροφύλλες
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βακτηριοχλωροφύλλη < βακτηριο- + χλωροφύλλη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βακτηριοχλωροφύλλη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία