Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαθυσκάφος τα βαθυσκάφη
      γενική του βαθυσκάφους των βαθυσκαφών
    αιτιατική το βαθυσκάφος τα βαθυσκάφη
     κλητική βαθυσκάφος βαθυσκάφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυσκάφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική bathyscaphe . Μορφολογικά αναλύεται σε βαθυ- + σκάφος
 
To βαθυσκάφος FNRS-3 του γαλλικού Πολεμικού Ναυτικού, στην Τουλόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαθυσκάφος ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία