Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμός ασφαλείας < → δείτε τις λέξεις βαθμός και ασφάλεια

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

βαθμός ασφαλείας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία