Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαθμοθήρας οι βαθμοθήρες
      γενική του βαθμοθήρα των βαθμοθηρών
    αιτιατική τον βαθμοθήρα τους βαθμοθήρες
     κλητική βαθμοθήρα βαθμοθήρες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η βαθμοθήρας οι βαθμοθήρες
      γενική του/της βαθμοθήρα των βαθμοθηρών
    αιτιατική τον/τη βαθμοθήρα τους/τις βαθμοθήρες
     κλητική βαθμοθήρα βαθμοθήρες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθμοθήρας < βαθμο- + -θήρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαθμοθήρας αρσενικό ή και θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία