βαθιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθιά < βαθύς
Επίρρημα επεξεργασία
βαθιά
- σε μεγάλο βάθος
- (μεταφορικά) πολύ
- είμαι βαθιά συγκινημένος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βαθιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του βαθύς
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βαθύς