Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθαίνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

βαθαίνω

  1. κάνω κάτι πιο βαθύ
  2. γίνομαι πιο βαθύς

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία