Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βαδίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βαδίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαδίζω
  3. θα βαδίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαδίζω