βαγκονλί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαγκονλί < (λόγιο δάνειο) γαλλική wagon-lit[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαγκονλί ουδέτερο άκλιτο
- ↑ βαγκονλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας