βαγιόκλαρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαγιόκλαρο ουδέτερο
Ταυτόσημο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαγιόκλαρο
→ δείτε τη λέξη βαγιόκλαδο |
βαγιόκλαρο ουδέτερο
→ δείτε τη λέξη βαγιόκλαδο |