Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι βίδες
      γενική των (βιδών)
    αιτιατική τις βίδες
     κλητική βίδες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βίδες < → δείτε τη λέξη βίδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

βίδες θηλυκό