βίδες
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | βίδες | ||
γενική | των | (βιδών) | ||
αιτιατική | τις | βίδες | ||
κλητική | βίδες | |||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βίδες < → δείτε τη λέξη βίδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
βίδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (τρόφιμο, καθομιλουμένη) άλλη ονομασία του ζυμαρικού τριβέλι, λόγω ομοιότητας του σχήματός του με βίδα
Μεταφράσεις επεξεργασία
βίδες
→ δείτε τη λέξη τριβέλι |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
βίδες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βίδα