βήσσω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βήσσω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
βήσσω
- (ιατρική) βήχω
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.6.6 @scaife.perseus
- Ἄνθρωπος ἐκ κόπων ἐξ ὁδοῦ, ἀδυναμίη βάρος ἀνέπτυεν, ἔβηξε γὰρ ἐκ κορυφῆς, πυρετὸς ὀξὺς πρὸς χεῖρα ὑποδάκνων· δευτεραίῳ δὲ καρηβαρία, γλῶσσα ἀπεκαύθη, ῥὶς ὀνυχογραφηθεῖσα, οὐχ ᾑμοῤῥάγησεν, ἀριστερὸς σπλὴν μέγας καὶ σκληρὸς ὠδυνᾶτο.
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 6.6.6 @scaife.perseus
Σύνθετα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- βήσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βήσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.