Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αὔχησῐς αἱ αὐχήσεις
      γενική τῆς αὐχήσεως τῶν αὐχήσεων
      δοτική τῇ αὐχήσει ταῖς αὐχήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αὔχησῐν τὰς αὐχήσεις
     κλητική ! αὔχησῐ αὐχήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αὐχήσει
γεν-δοτ τοῖν  αὐχησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὔχησις < αὐχέω + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αὔχησις θηλυκό

  1. η καυχησιά, το καύχημα η έπαρση
  2. η μεγαλόφωνη, δημόσια έκφραση αγαλλίασης για κάτι για το οποίο ένας άνθρωπος νιώθει υπερήφανος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία