αὐλήτρια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | αὐλήτριᾰ | αἱ | αὐλήτριαι | ||||
γενική | τῆς | αὐλητρίᾱς | τῶν | αὐλητριῶν | ||||
δοτική | τῇ | αὐλητρίᾳ | ταῖς | αὐλητρίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | αὐλήτριᾰν | τὰς | αὐλητρίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | αὐλήτριᾰ | αὐλήτριαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐλητρίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐλητρίαιν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αὐλήτρια θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του αὐλητρίς: η αυλήτρια