Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἱματόω < αἷμα (γενική αίματ(-ος) + κατάληξη -οω)

  Ρήμα επεξεργασία

αἱματόω

  1. ματώνω
  2. βρέχω με αίμα
  3. μολύνω


Συγγενικά επεξεργασία