αἰσχρομυθέω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
αἰσχρομυθέω - αἰσχρομυθῶ (συνηρημένο)
- δίνω αισχρές συμβουλές, κάνω αισχρά, φαύλα σχέδια
Συγγενικά επεξεργασία
- αἰσχρόμητις, αυτός που δίνει αισχρές συμβουλές, που κάνει αισχρά, φαύλα σχέδια