Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰθροβολέω < αἴθρη + βάλλω

  Ρήμα επεξεργασία

αἰθροβολέω - αἰθροβολῶ