Δείτε επίσης: αὖλαξ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αύλαξ < αρχαία ελληνική αὖλαξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αύλαξ αρσενικό ή θηλυκό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο αὖλαξ)