αϋλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αϋλισμός | οι | αϋλισμοί |
γενική | του | αϋλισμού | των | αϋλισμών |
αιτιατική | τον | αϋλισμό | τους | αϋλισμούς |
κλητική | αϋλισμέ | αϋλισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αϋλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αϋλισμός αρσενικό
- (επίσης και άκρατος υποκειμενικός ιδεαλισμός) θεωρία σύμφωνα με την οποία ο φυσικός κόσμος υπάρχει μόνο όταν γίνεται συνειδητά αντιληπτός από μια ψυχή
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αϋλισμός