αψιδοστάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.psi.ðoˈsta.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ψι‐δο‐στά‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
αψιδοστάτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) το στήριγμα μιας αψίδας, κυρίως σε ναούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψιδοστάτης
Πηγές επεξεργασία
- αψιδοστάτης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Νίκος Μαλαβάκης (1999), Βυζαντινολόγιο, Λεξικό εκκλησιαστικών και θρησκευτικών όρων, (Αθήνα: Αστήρ).