Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψήφιστα < αψήφιστος

  Επίρρημα επεξεργασία

αψήφιστα

  • χρησιμοποιείται κυρίως με το ρήμα παίρνω, στη φράση π.χ. το πήρε αψήφιστα, υποδηλώνοντας ότι κάτι έγινε χωρίς περίσκεψη, με τους ενεργούντες να θεωρούν ένα θέμα πιο ασήμαντο από όσο ήταν ή και να μην αντιδρούν διόλου σε ένα δεδομένο ζήτημα, υποτιμώντας τις συνέπειές του και θεωρώντας το άξιο να αγνοηθεί ή πάντως όχι άξιο ιδιαίτερης προσοχής

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αψήφιστα