Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αχούρι τα αχούρια
      γενική του αχουριού των αχουριών
    αιτιατική το αχούρι τα αχούρια
     κλητική αχούρι αχούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αχούρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ahır (στάβλος) < περσική آخور (âxor) (στάβλος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αχούρι ουδέτερο

  1. στάβλος αλόγων ή γαϊδάρων
    Στην κάτοψη του χωριάτικου σπιτιού φαίνεται το αχούρι, η αυλή και τα δωμάτια των ανθρώπων.
  2. (μεταφορικά) το ακατάστατο σπίτι
    Πραγματικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς ζεις μέσα σ' αυτό το αχούρι.

  Μεταφράσεις επεξεργασία