αχερώνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αχερώνα | οι | αχερώνες |
γενική | της | αχερώνας | των | αχερώνων |
αιτιατική | την | αχερώνα | τις | αχερώνες |
κλητική | αχερώνα | αχερώνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αχερώνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αχερώνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αχερώνα
→ δείτε τη λέξη αχυρώνας |
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
αχερώνα