αφρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αφρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφρίζω
- θα αφρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφρίζω