Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφοσιωθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφοσιώνομαι
  2. θα αφοσιωθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφοσιώνομαι