Δείτε επίσης: ἀφορμίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αφορμίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀφορμίζω < αρχαία ελληνική ἀφορμή

αφορμίζω, αόρ.: αφόρμισα, παθ.φωνή: αφορμίζομαι, π.αόρ.: αφορμίστηκα, μτχ.π.π.: αφορμισμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)