αφορδακός
Κρητικά (el-crt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφορδακός < μεσαιωνική ελληνική βοθρακός / βορθακάς / βάτραχος < αρχαία ελληνική βάτραχος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφορδακός αρσενικό
- (ιδιωματικό) βάτραχος (στην κρητική διάλεκτο)
αφορδακός αρσενικό