Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφιέρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αφιερώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφιερώνω