Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφερματίζω < (καθαρεύουσα) ἀφερματίζω, αφ- (< από) + ερματίζω· μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φ. Ιωάννου[1]

  Ρήμα επεξεργασία

αφερματίζω

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .