Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφαιμάξει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αφαιμάσσω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφαιμάσσω
  3. θα αφαιμάξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφαιμάσσω