Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφήνω με την όρεξη < → δείτε τις λέξεις αφήνω, με, την και όρεξη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈfi.no me‿tin‿ˈo.ɾe.ksi/

  Έκφραση επεξεργασία

αφήνω με την όρεξη, συνήθως στον αόριστο

  • απογοητεύω κάποιον, δεν πραγματοποιώ την επιθυμία του
    ※  Οταν προέκυψε στην κλήρωση του νέου πρωταθλήματος το ντέρμπι της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό την πρώτη αγωνιστική, είπαν όλοι ότι ο Θεός του ποδοσφαίρου άκουσε τις προσευχές εκείνων που απόλαυσαν το θέαμα που τους επιφύλαξε ο περσινός τελικός του κυπέλλου Ελλάδος μεταξύ των δύο και τους ξαναέστειλε ν’ ανοίξουν το πρωτάθλημα προσφέροντας ένα καλό ορεκτικό. Τελικά, η φρίκη των πυρκαγιών και η αναβολή του ντέρμπι μάς άφησε με την όρεξη.
    Αντώνης Καρπετόπουλος, Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας, αλλά…, Η Καθημερινή, 23 Σεπτεμβρίου 2009

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία