αυτοφωράκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυτοφωράκιας | οι | αυτοφωράκηδες |
γενική | του | αυτοφωράκια | των | αυτοφωράκηδων |
αιτιατική | τον | αυτοφωράκια | τους | αυτοφωράκηδες |
κλητική | αυτοφωράκια | αυτοφωράκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοφωράκιας αρσενικό
- (νεολογισμός) άτομο που παρουσιάζεται ως υπεύθυνος νυχτερινού κέντρου ώστε να κλειστεί προσωρινά στο αυτόφωρο, αντί του πραγματικού υπευθύνου, σε περιπτώσεις αυτόφωρης δίωξης λόγω παραβίασης του ωραρίου λειτουργίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοφωράκιας
|