αυτοπροσωπογράφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοπροσωπογράφος < αυτο- + προσωπογράφος (πρόσωπ(ο) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοπροσωπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που κάνει αυτοπροσωπογραφίες
Συγγενικά επεξεργασία
- αυτοπροσωπογραφία
- αυτοπροσωπογραφούμαι
- → δείτε τις λέξεις αυτοπρόσωπος, αυτός, πρόσωπο και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοπροσωπογράφος
|