Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτομαστιγώνομαι< αυτο- + μαστιγώνoμαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτομαστιγώνομαι

  1. μαστιγώνω τον εαυτό μου
  2. (μεταφορικά) κατηγορώ τον εαυτό μου σε υπερβολικό βαθμό

Κλίση επεξεργασία