Δείτε επίσης: αὐτολεξεί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτολεξεί < (ελληνιστική κοινήαὐτολεξεί < αὐτός + αρχαία ελληνική λέξις < λέγω

  Επίρρημα επεξεργασία

αυτολεξεί (τροπικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία