Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοκινητοθυρίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοκινητοθυρίδ
α
οι
αυτοκινητοθυρίδ
ες
γενική
της
αυτοκινητοθυρίδ
ας
των
αυτοκινητοθυρίδ
ων
αιτιατική
την
αυτοκινητοθυρίδ
α
τις
αυτοκινητοθυρίδ
ες
κλητική
αυτοκινητοθυρίδ
α
αυτοκινητοθυρίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοκινητοθυρίδα
<
αυτοκίνητο
+
-ο-
+
θυρίδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοκινητοθυρίδα
θηλυκό
εποχούμενη
(σε
αυτοκίνητο
)
τραπεζική
θυρίδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοκινητοθυρίδα