Δείτε επίσης: αὐτοκέφαλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοκέφαλος η αυτοκέφαλη το αυτοκέφαλο
      γενική του αυτοκέφαλου της αυτοκέφαλης του αυτοκέφαλου
    αιτιατική τον αυτοκέφαλο την αυτοκέφαλη το αυτοκέφαλο
     κλητική αυτοκέφαλε αυτοκέφαλη αυτοκέφαλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοκέφαλοι οι αυτοκέφαλες τα αυτοκέφαλα
      γενική των αυτοκέφαλων των αυτοκέφαλων των αυτοκέφαλων
    αιτιατική τους αυτοκέφαλους τις αυτοκέφαλες τα αυτοκέφαλα
     κλητική αυτοκέφαλοι αυτοκέφαλες αυτοκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοκέφαλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐτοκέφαλος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ftoˈce.fa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐κέ‐φα‐λος

  Επίθετο επεξεργασία

αυτοκέφαλος, -η, -ο

  1. (εκκλησιαστικός όρος, νομικός όρος) που έχει δική του διοίκηση και εξουσία, ανεξάρτητα από άλλο κέντρο διοίκησης και εξουσίας
  2. (σπάνιο) αυτεξούσιος, ανεξάρτητος
  3. (ιδιωματικό) ξεροκέφαλος [2]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία